dc.description | Η γενική αρχή της ισότητας αποτελεί θεμελιώδη έννοια της έννομης τάξης για τη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων, ενώ προσδιορίζεται ειδικότερα από τις σύγχρονες εκφάνσεις της, την απαγόρευση διακρίσεων και τα θετικά μέτρα.
Οι συνταγματικοί κανόνες απαιτούν από τους φέροντες την εξουσία να την ικανοποιούν και συνεπώς, η ανάγκη να της δοθεί κανονιστικό περιεχόμενο, εντός ενός οριοθετημένου νομικού πλαισίου, αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση γι’ αυτούς, δηλαδή να επιτύχουν τη σύμπτυξη της τυπικής με την ουσιαστική ισότητα στο πεδίο της σύγκρουσης των πολιτικών αξιών.
Για να ανταποκριθεί κάποιος σε αυτή την πρόκληση πρέπει να μπορεί να προσεγγίσει την έννοια της αρχής και να κινείται αποτελεσματικά στο πλέγμα των διάφορων διακρίσεων της, όπως την ισότητα ενώπιον και εντός του νόμου, την αριθμητική και αναλογική ισότητα, την ισότητα ευκαιριών και αποτελέσματος. Η συγκεκριμενοποίηση της απαιτεί τη γνώση των κριτηρίων που αποδίδουν την εφαρμογή της, αλλά και ικανότητα στη στάθμιση της σε σχέση με τις άλλες συνταγματικές αρχές και το δημόσιο συμφέρον.
Η απαγόρευση των διακρίσεων αποτελεί μια έκφανση της αρχής της ισότητας και είναι συνδεδεμένη με την εξέλιξη των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών, ενώ τα θετικά μέτρα λειτουργούν ως το θεσμικό μέσο παρέμβασης του κράτους για την επίτευξη της πραγματικής ισότητας. | en_US |